- διαπρέψει
- διαπρέπωappear prominentaor subj act 3rd sg (epic)διαπρέπωappear prominentfut ind mid 2nd sgδιαπρέπωappear prominentfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ηρακλής — I Μυθολογικός ήρωας. Η φήμη του κάλυπτε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο· θεωρείται ενσάρκωση της ίδιας της ιδέας του ήρωα. Στον Η. πραγματικά συγκεντρώνονται όλα τα χαρακτηριστικά (μυθικά και πολιτιστικά) της ηρωικής υπόστασης: θεϊκή γέννηση, ανατροφή … Dictionary of Greek
Κοτοπούλης, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1848 – Αθήνα 1919). Ηθοποιός και θιασάρχης, πατέρας της Μαρίκας Κοτοπούλη (βλ. λ.). Καταγόταν από την Ήπειρο. Αρχικά ασχολήθηκε με το θέατρο ως ερασιτέχνης, για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά αργότερα σε αυτό και να διαπρέψει σε… … Dictionary of Greek
Λε Καρέ, Τζον — (John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την… … Dictionary of Greek
Λύτρας — Επώνυμο οικογένειας καλλιτεχνών, γιων του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα (βλ. λ.). 1. Λύσανδρος (Αθήνα 1885 – Αλεξάνδρεια 1921). Ηθοποιός. Ασχολήθηκε με το θέατρο μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών. Πρωτοεμφανίστηκε το 1908 στον θίασο της… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Αθηνών) — Η πλούσια συλλογή του μουσείου (Κυδαθηναίων 17, Πλάκα) αποτελείται από αντικείμενα και κειμήλια της περιόδου αναζωπύρωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος του υπόδουλου ελληνισμού, μετά τα ηπιότερα μέτρα διακυβέρνησης της παρακμάζουσας Oθωμανικής… … Dictionary of Greek
Φεραβίλα, Εδουάρδος — (Ferravilla, 1846 – 1915). Ιταλός συγγραφέας και ηθοποιός, ψευδώνυμο του Εντ. Βιλάνι. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ερμηνεύοντας δραματικούς ρόλους, τελικά όμως έγινε γνωστός ως κωμικός. Είχε διαπρέψει κυρίως σε ρόλους φιλάργυρων και γυναικάδων.… … Dictionary of Greek
διασπορά — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διασπείρω, η διάδοση: Οι Έλληνες της διασποράς έχουν διαπρέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιππότης — ο 1. τιμητικός τίτλος που αποκτούσαν οι ευγενείς στο μεσαίωνα έπειτα από κατάλληλη αγωγή. 2. αυτός που τιμήθηκε με ειδικό παράσημο: Ιππότης του Σωτήρος. 3. τιμητικός τίτλος που δίνεται από το βασιλιά του Hνωμένου Bασιλείου σε άτομα που έχουν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)